προσμάξῃ

προσμάξῃ
προσμάσσω
knead
aor subj mid 2nd sg
προσμάσσω
knead
aor subj act 3rd sg
προσμάσσω
knead
fut ind mid 2nd sg
προσμάσσω
knead
aor subj mid 2nd sg
προσμάσσω
knead
aor subj act 3rd sg
προσμάσσω
knead
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσμάσσω — και δωρ. τ. προτιμάσσω Α 1. συνδέω στερεά κάτι με κάτι άλλο, προσκολλώ δύο πράγματα μεταξύ τους («ὃς δὲ κε προσμάξη γλυκερώτερα χείλεσι χείλη», Θεόκρ.) 2. συμφύρω, αναμιγνύω 3. συνενώνω («τὸν Πειραιᾱ προσέμαξεν [τῇ πόλει]», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”